- πολυᾶϊξ
- πολῠ-ᾶϊξ [pron. full] [ᾱ], ικος, ([etym.] ἀΐσσω)A much-rushing, impetuous, furious,
πόλεμος Il.1.165
, Od. 11.314; κάματος π. weariness caused by impetuosity in fight, Il.5.811.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλεμος Il.1.165
, Od. 11.314; κάματος π. weariness caused by impetuosity in fight, Il.5.811.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυᾶιξ — πολυᾶϊξ , πολυάιξ masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek
πολυάιξ — πολυά̱ϊ̱ξ , πολυάιξ masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
πολυάικι — πολυά̱ϊ̱κι , πολυάιξ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάικος — πολυά̱ϊ̱κος , πολυάιξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)